ἐπεκύμαινε

ἐπεκύμαινε
ἐπεκύ̱μαινε , ἐπικυμαίνω
flow in waves over
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπαυχένιος — α, ον, ΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον αυχένα («κόμη... πολλὴ καὶ ὑπαυχένιος... ἐπεκύμαινε», Ηλιόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπαυχένιον προσκέφαλο, μαξιλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αὐχήν, ένος + κατάλ. ιος (πρβλ. παρ αυχέν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”